- ἐξαισχύνομαι
- ἐξαισχύνομαι [ῡ],A to be ashamed, c. inf., Procl.in Prm.p.648S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξαισχύνομαι — ἐξαισχύνομαι (Α) [αισχύνομαι] ντρέπομαι υπερβολικά … Dictionary of Greek
ἐξαισχύνονται — ἐξαισχύ̱νονται , ἐξαισχύνομαι to be ashamed pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)